- φτωχοπρόδρομος
- Βυζαντινός ποιητής του 12ου αι. Bλ. λ. Πρόδρομος, Θεόδωρος.
* * *ο, Ν πτωχοπρόδρομος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτωχοπρόδρομος — ο 1. λόγιος που μιλά για τα βάσανα της φτώχειας του και εκλιπαρεί τη βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων (όπως έκανε στον 11ο αι. ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, που ονομάστηκε γι’ αυτό Πτωχοπρόδρομος). 2. μτφ., άνθρωπος γκρινιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχοπροδρομικά — και φτωχοπροδρομικώς Ν επίρρ. κατά τον τρόπο τού φτωχοπρόδρομου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος, μέσω ενός επιθ. *φτωχοπροδρομικός] … Dictionary of Greek
φτωχοπροδρομισμός — ο, Ν πτωχοπροδρομισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek